DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kardanknut n ~en ~ar
forestr. σύνδεσμος (Cardan)
transp., mech.eng. αρθρωτή συναρμογή; αρθρωτός σύνδεσμος; αρθρωτός σύνδεσμος σταυρού; καθολικός σύνδεσμος; καρδανικός σύνδεσμος; σταυρωτή άρθρωση "universal joint"; συναρμογή Cardan; σύνδεσμος Cardan; σύνδεσμος αρθρώσεων; σύνδεσμος γενικής χρήσης