DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
karakterístik [-i´k] n ~en ~er
gen. χαρακτηρισμός m
el. χαρακτηριστική φορτίου; χαρακτηριστική καμπύλη; χαρακτηριστική τιμή; χαρακτηριστική ελέγχου; χαρακτηριστική μετατροπέα