DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kaptén [-e´n] n ~en ~er
gen. Λοχαγός m; Σμηναγός; καπετάνιος m
transp., avia. κυβερνήτης αεροσκάφους; διοικητής m; κυβερνήτης m
kapten
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1