DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kapning n ~en ~ar
econ. πειρατεία m
forestr. εγκάρσια τομή
law, transp., avia. αεροπειρατεία m
met. τεμαχισμός m
transp. εγκάρσια κοπή
transp., avia. Αεροπειρατεία m
wood. εγκαρσία πρίσις