DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kapitál [-a´l] n ~et; pl. ~
comp., MS κεφάλαιο m
econ., market. ιδιοκτησία f; περιουσία f
environ. ταμείο χρηματοδότησης; χρηματοπιστωτικό ταμείο/ταμείο χρηματοδότησης
fin. κεφάλαια f
kapitä́l [-ä´l] n ~en ~er
commun. κεφαλαίο μικρού μεγέθους
construct. κορνιζόλιθοι
kapitäler n
comp., MS μικρά κεφαλαία
kapital
: 1 phrase in 1 subject
Environment1