DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kapacitét [-ite´t] n ~en ~er
commun., transp. κυκλοφοριακή ικανότητα
comp., MS χωρητικότητα f; Δυνατότητα f
earth.sc. ικανότητα f
el. οφέλιμη χωρητικότητα; χωρητικότητα μιας μπαταρίας; χωρητικότητα ενός συσσωρευτού
mech.eng. παραγωγή; δυνατότητες εργασίας
tech., mater.sc. αντίσταση; αντοχή
transp. δυνατή κυκλοφοριακή ικανότητα; δυναμικότητα f; χωρητικότης m