DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kantsten n ~en ~ar
construct. κατάστρωμα f; κράσπεδο; κράσπεδο πεζοδρομίου; στήριγμα κορνίζας
industr., construct., met. τούβλο γωνίας
transp. κολωνάκι προστασίας