DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kanál [-a´l] n ~en ~er
construct. κανάλι αποστράγγισης
earth.sc., mech.eng. αγωγός m; σωλήνωση; δίαυλος ροής
environ. διώρυγα m; δίαυλος m; κανάλι; υδάτινη οδός; διώρυγα/κανάλι/δίαυλος m; υδατόρευμα f
fin., scient. δίαυλος τιμών
IT, tech. δίαυλος εισαγωγής-εξαγωγής
Kanál [-a´l] n
comp., MS Κανάλι