DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kápsel n ~n kapslar
gen. περίβλημα f
el. δοχείο; κάλυκας; πακέτο εγκλεισμού; περίβλημα εγκλεισμού
nat.sc. σπερματοθήκη; κάψα
Kápsel n
gen. Καψάκιο m