DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kákel [ka´kel] n kaklet; pl. ~, best. pl. kaklen
chem. εφυαλωμένο πλακίδιο; πλακίδιο Sassulo
industr. πλακίδιο m
industr., construct. κέραμος 2.πλακίδιον