DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
kå̀pa n ~n kåpor
health. ωτοασπίδα f
industr. αεροχιτώνιο
mech.eng. έλικα; σπείρα f; σπειροειδές περίβλημα
transp., avia. Κάλυμμα κινητήρα
kàpa v
gen. συλλαμβάνω
met. αφαιρώ διά της κοπής
kàpa en stam v
forestr. εγκάρσια κοπή; εγκάρσια τομή