DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kàm [kam´] n ~men ~mar
gen. χτένα f
industr., construct. πίνακας f; τραπέζι
life.sc. λειρί
mech.eng. κνώδακας
met. νεύρωσηστρογγυλό σύρμα
met., mech.eng. δίσκος; επικρουστική πλάκα; πείρος εξαγωγής; πείρος ξεκαλουπώματος; πλάγια περόνη
transp. "χτένα" f
kam
: 2 phrases in 1 subject
Medical2