DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
körfältslinje n
transp. διαχωριστική γραμμή λωρίδων; γραμμή κυκλοφορίας; γραμμή λωρίδας; διαχωριστική γραμμή μεταξύ λωρίδων κυκλοφορίας
transp., construct. διαχωριστική γραμμή