DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
köldskada n ~n -skador
agric. ασθένεια οφειλόμενη στο ψύχος; διατάραξη λόγω ψύχους
med. ψύξη (congelatio); κρυοβλάβη; κρυοαλλοίωσις; κρυοπάγημα (congelatio)