DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
köbildning n ~en ~ar
IT Κατάταξη μηνυμάτων σε ουρέςΙεράρχηση μηνυμάτων
transp. μποτιλιάρισμα f; συμφόρηση συγκοινωνίας