DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
kö̀p n ~et; pl. ~
econ. πράξη αγοράς
environ. αγορά; προμήθεια m; αγορά/προμήθεια
Kö̀p n
comp., MS Αγορά
kö̀pa v
gen. αγοράζω