DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kä̀rve adj.
gen. δεσμίδα
agric. δέσμη σταχύων; δεμάτι σταχύων; χειρόβολο
kärv adj. ~t ~a
agric. αψύς; δριμύς; αυστηρός