DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
kä̀rnan n
life.sc., el. πυρήνας f
kä̀rna v
agric. κωνικό δοχείο; κουκούτσι; γίγαρτο
agric., industr., construct. καρδιά του ξύλου,πυρήνας
agric., mech.eng. θερμικό κέντρο; πυρήνας
chem. άξονας-οδηγός αντικειμένου
earth.sc. μαγνητικός πυρήνας
el. μνήμη δακτυλίων; πυρήνας μαγνητικός
mater.sc., construct. κεντρικός πυρήνας
mech.eng. κορμός
met. καρδιά
met., mech.eng. κύλινδρος; καρότο; καρδία
nat.sc. ψύχα του πυρήνα σαρκώδους φρούτου
nat.sc., agric. ψύχα; εγκάρδιον; ξύλον εγκάρδιον
tech., industr., construct. ψυχή