| |||
προέλευση; προέλευση υποψήφιου πελάτη | |||
πληροφοριοδότης m | |||
πηγή | |||
ψύκτης; πηγή εκπομπής; πίδακας/κρήνη/πηγή/ψύκτης/κιβώτιο μελάνης | |||
ρυπογόνος ουσία | |||
πληρoφoριoδότης | |||
βραχίων ποταμού; πηγή ατμοσφαιρικού παράσιτου; απαγωγός τάφρος | |||
| |||
ονομάζω; αποκαλώ | |||
καλώ ενώπιον του δικαστηρίου | |||
| |||
κρύος | |||
αδιάφορος | |||
ψύχος; κρύο; ψύξη (κρυολόγημα); ψύχος/κρύο/ψύξη κρυολόγημα | |||
| |||
κρύος; χαμηλή θερμοκρασία; ψυχρός | |||
| |||
Αδιάφορος | |||
| |||
πλουτέλλα των σταυρανθών (Plutella maculipennis, Plutella xylostella) |