DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | adjective
kä̀lla n ~n källor
comp., MS προέλευση; προέλευση υποψήφιου πελάτη
crim.law. πληροφοριοδότης m
el. πηγή
environ. ψύκτης; πηγή εκπομπής; πίδακας/κρήνη/πηγή/ψύκτης/κιβώτιο μελάνης
environ., chem. ρυπογόνος ουσία
law πληρoφoριoδότης
life.sc. βραχίων ποταμού; πηγή ατμοσφαιρικού παράσιτου; απαγωγός τάφρος
kàlla v
gen. ονομάζω; αποκαλώ
law καλώ ενώπιον του δικαστηρίου
kàll adj. ~t ~a
gen. κρύος
comp., MS αδιάφορος
environ. ψύχος; κρύο; ψύξη (κρυολόγημα); ψύχος/κρύο/ψύξη κρυολόγημα
kàll- adj.
earth.sc., mech.eng. κρύος; χαμηλή θερμοκρασία; ψυχρός
Kàll adj.
comp., MS Αδιάφορος
kålmal adj.
nat.sc., agric. πλουτέλλα των σταυρανθών (Plutella maculipennis, Plutella xylostella)