DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
justéring n ~en ~ar
agric., industr., construct. ξεχόνδρισμα,σοκόριασμα
comp., MS ευθυγράμμιση
el. ευθυγράμμιση επικάλυψης
fin. νομισματική ευθυγράμμιση; προσαρμογή τιμής τίτλου; ρύθμιση τιμής τίτλου
IT, el. ενεργή μικρορύθμιση αντίστασης
mech.eng. τρόχισμα f
met. εξάρτημα f; εφαρμογή; προσάρτημα f
tech., mech.eng. ρύθμιση; προσαρμογή
transp. τελική διαμόρφωση
transp., construct. αποκατάσταση διατομής οδοστρώματος
justering
: 2 phrases in 1 subject
Materials science2