DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
jordkabel n ~n -kablar
el. θαμμένος αγωγός; υπόγεια ηλεκτρική γραμμή; γεωστήρικτο καλώδιο; εδαφοστήρικτο καλώδιο
IT, el. σύρμα γείωσης