DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
jòrdlott n ~en ~er
agric. τμήμα γης
environ. χαρακτηρισμός χρήσης γης; κλήρος m; παραχώρηση γης; χαρακτηρισμός χρήσης γης/παραχώρηση γης/κλήρος
forestr. έκταση; ειδικά σε ένα αγρόκτημα που προορίζεται για δασική καλλιέργεια