DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
jòrdbruk n ~et; pl. ~
environ. εκμετάλλευση καλλιεργειών; γεωργία f; γεωργικός τομέας; κατεργασία του εδάφους; γεωργία/γεωργικός τομέας