DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
jämställdhet n ~en
gen. παράθεση
h.rghts.act. ίσες ευκαιρίες
law ισότητα δικαιωμάτων; νομική ισότητα
social.sc., ed., empl. ισότητα των φύλων; ισότητα ανδρών και γυναικών; ισότητα γυναικών και ανδρών; ισότητα ευκαιριών για γυναίκες και άνδρες; ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών
jämställdhets- n
social.sc. κοινωνικό φύλο