DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
jä̀sning n ~en ~ar
agric., chem. διαδικασία ζύμωσης
environ. ζύμωση; αναερόβια ζύμωση
met. σπογγώδης εμφάνιση
jäsning
: 2 phrases in 2 subjects
Materials science1
Medical1