DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
investéring n ~en ~ar
econ. επένδυση
invest. επένδυση; τοποθέτηση; σχηματισμός κεφαλαίου; τοποθέτηση
law, fin., environ. επενδύσεις
investeringar n
law, fin., environ. επενδύσεις; επένδυση