DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
inträngning n ~en ~ar
met. διείσδυση άμμου στο μέταλλο; διείσδυση
phys.sc. βάθος διείσδυσης
inträngningbissektrisens riktning n
met. διείσδυση στη ρίζα της ραφής