DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
instrumentering n ~en ~ar
environ. ενοργάνιση; οργανολογία f; συσκευές f; σύστημα οργάνων; ενοργάνιση/σύστημα οργάνων/συσκευές/οργανολογία
IT ενοργάνωση