DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
inställningar n
comp., MS ρυθμίσεις
ìnställning n ~en ~ar
gen. τοποθέτηση
comp., MS ρύθμιση
el. προγραμματισμός m
environ. προσέγγιση
industr., construct. συντελεστής σταθερότητας
industr., construct., met. επιθυμητή ρύθμιση
tech., mech.eng. προσαρμογή
Inställningar n
comp., MS Ρυθμίσεις
installning n
anim.husb. ενσταβλισμός m