DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
inspektö́r [-ö´r] n ~en ~er
industr., construct., met. τελικός ελεγκτής; ελεγκτής m
law, lab.law. επόπτης m; επιστάτης
transp., avia. επιθεωρητής m
inspèktor [-o´r] n ~en ~er
forestr. ειδικευμένος δασεργάτης
inspektör
: 2 phrases in 1 subject
Earth sciences2