DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
inneslutning n ~en ~ar
comp., MS διαμέρισμα
environ. εγκλωβισμός m; συγκράτηση; Προστατευτικό περίβλημα στην πυρηνική βιομηχανία; συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμός
fish.farm. περίβολος
industr., construct., chem. Γραμμές λερώματος
met. ακαθαρσίες
nucl.phys. κέλυφος απομόνωσης; προστατευτικό περίβλημα
 Swedish thesaurus
inneslutning n ~en ~ar
comp., MS Apartment