DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
inmatning n ~en ~ar
commun. εισαγωγή κασέτας
comp., MS καταχώρηση δεδομένων; καταχώρηση
el. είσοδος m
forestr. τροφοδότηση
IT, tech. Είσοδος m
mech.eng. κάθετη πρόωση
inmätning n ~en ~ar
life.sc. τοπογραφικός προσδιορισμός θέσης ενός σταθερού σημείου; προσδιορισμός σημείου
ìnmatnings- n
med. ...εισαγωγής