DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
inkapsling n ~en ~ar
chem. Συσκευασία σε καψούλες
el. Ταµείο Προστατευτικού Καλύµµατος
environ. ενθυλάκωση; εγκλεισμός m; εγκύστωση; ενθήκευση; καψυλίωση; ενδοεδαφικός εγκιβωτισμός; ενθυλάκωση/ενθήκευση/εγκύστωση/καψυλίωση/εγκλεισμός
health. καλύπτρα f; περίφραγμα
med. ενθυλάκωσις; εγκύστωσις