DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
injektor [-jek`t-] n ~n ~er [-o´r-]
agric. εγχυτήρας f; λιπασματοδιανομέας f
chem. σύστημα έγχυσης δείγματος; σύστημα ένεσης δείγματος; σύστημα εισαγωγής δείγματος
mech.eng. τροφοδότης τύπου Βεντούρι
met., mech.eng. ακροφύσιο m