DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
inimpedans n
commun. σύνθετη αντίσταση εισόδου κεραίας; σύνθετη αντίσταση τροφοδότησης κεραίας
commun., el. αντίσταση εισόδου
el. σύνθετη αντίσταση; σύνθετη αντίσταση εισαγωγής; αγωγιμότητα εισόδου διθύρου δικτύου
tech., el. σύνθετη αντίσταση εισόδου