DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ingjuten v
ed., construct. ενσωματωμένος
mech.eng., el. μηχανή με εγκιβωτισμένα τυλίγματα με πλαστικό
ingöt v
chem. απόρριμμα; κοπίδι; σκάρτο
industr., construct. κώνος χυτεύσεως
mech.eng. άνοιγμα; είσοδος