DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
informatión n ~en ~er
econ. πληροφόρηση
environ. πληροφορίαίες; ενημέρωση; στοιχεία m
IT, dat.proc. πληροφορία
law, pharma., environ. γεvικές πληρoφoρίες; πληροφορίαίες/πληροφόρηση/στοιχεία/ενημέρωση