DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
industribyggnad n ~en ~er
construct. κτίριο που στεγάζει βιομηχανία
econ. βιομηχανικά κτίρια
environ. βιομηχανικό κτήριο; υπόστεγο m; βιομηχανικό κτήριο/υπόστεγο
industr. βιομηχανικό κτίριο