DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
indrivning n ~en ~ar
el. ανακατανομή προσμίξεων
fin., econ. είσπραξη; είσπραξη των απαιτήσεων
law, environ. αvαγκαστική εκτέλεση; επιβολή/αναγκαστική εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή