DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
inbyggning n ~en ~ar
environ. ενσωμάτωση; εγγραφή; συγχώνευση; σύσταση εταιρείας
law, fin. ενσωμάτωση/εγγραφή/συγχώνευση/σύσταση εταιρείας