DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
inbränning n ~en ~ar
commun. μεταίσθημα f
industr., construct., met. ψήσιμο m
IT ανάβω για δοκιμή ποιότητας; θέτω σε αρχική δοκιμαστική λειτουργία