DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
impùls [-pul´s] n ~en ~er
chem. ορμή
commun. παλμορριπή; μοναδιαίος παλμός
commun., IT ενδοζωνική σηματοδοσία
earth.sc., transp. ώθηση δύναμης
el. παλμός m; παλμώθηση
mater.sc. ώθηση
phys.sc., mech.eng. ώθησης