DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
importtullar n
account. δασμοί εισαγωγών
fin., polit. εισαγωγικός δασμός
impòrttull n ~en ~ar
econ. δασμός εισαγωγής; εισαγωγικός δασμός; εισαγωγικός τελωνειακός δασμός; εισαγωγικός φόρος
forestr. δασμός m (εισαγωγής)