DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
igensättning n ~en ~ar
gen. έμφραξη; επιπλήρωση; πιάσιμο του φίλτρου με στερεές ουσίες; στόμωση; φράξιμο
construct. παραγέμισμα
industr., construct., met. γιαλόχαρτο m
met. κλείσιμο m
igensättning
: 1 phrase in 1 subject
Transport1