DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
identifiéring n ~en ~ar
commun., IT εξακρίβωση; προσδιοριστικά χαρακτηριστικά
comp., MS αναγνώριση
el. εξακρίβωση ταυτότητας
environ. επισήμανση
IT αυτόματος έλεγχος εξακρίβωσης