DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ìntrång n ~et; pl. ~
gen. εισβολή
busin., labor.org., patents. παραποίηση του σήματος; προσβολή του σήματος
IT, dat.proc. παρείσδυση; διείσδυση
law καταπάτηση; σφετερισμός m