DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ìntäkt n ~en ~er
gen. κέρδος; ανέπαφος
comp., MS απόδοση
econ. έσοδα f
econ., fin., account. πρόσοδος m; εισόδημα f
environ. έσοδο m
fin. καθαρό προϊόν; προϊόν; προϊόν ομολογίας
forestr. όφελος m
law, fin., environ. εισόδημα/έσοδο f
intäkter n
comp., MS απόδοση
social.sc., empl. εισόδημα f