DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ìnsats n ~en ~er
gen. προσθήκη
law, econ. δαπάνη
met. ένθετη μήτρα σφυρηλασίας
met., mech.eng. επιπρόσθετο εξάρτημα μπουκαδούρας; επιπρόσθετο τεμάχιο τροφοδοσίας; επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούρας
work.fl., IT προσπάθεια m