DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
ìnredning n ~en ~ar
gen. διακόσμηση
environ. εξαρτήματα f; επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση); σύνδεσμοι m; εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση είδη, διαρρύθμιση; "εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση είδη, διαρρύθμιση"
industr., construct. μίτωμα f
textile κομπόδεση
inredning
: 1 phrase in 1 subject
Industry1