DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ìnlägg n ~et; pl. ~
gen. καταχώρηση
comp., MS δημοσίευση
industr., construct. ένθετο; παρέμβλημα
industr., construct., chem. ενισχυτικό υλικό
industr., construct., met. τροφοδότηση φούρνου; τροφοδότηση; τροφοδοσία m